- παιζογελώ
- -άω1. παίζω και γελώ, είμαι εύθυμος2. εμπαίζω, κοροϊδεύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παιζογελώ — παιζογέλασα, παίζω και γελώ μαζί, είμαι χαρούμενος: Παιζογελώντας ανέβαινε, κλαίγοντας κατεβαίνει (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γελώ — ( άω) (AM γελῶ, άω, Α και γελόω και γέλαιμι) 1. εκφράζω με γέλιο τη χαρά μου ή ικανοποίηση, ειρωνεία, σαρκασμό κ.λπ. (α. «γέλασα με την καρδιά μου» β. «δακρυόεν γελάσασα» γέλασε με μάτια δακρυσμένα, για την Ανδρομάχη, Όμ.) 2. (για πράγματα)… … Dictionary of Greek
παιζογλεντώ — άω παιζογελώ … Dictionary of Greek